- τραυματολογικός
- -ή, -όαυτός που έχει σχέση με την τραυματολογία: Τραυματολογικό μάθημα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
τραυματολογικός — ή, ό, Ν [τραυματολογία] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην τραυματολογία … Dictionary of Greek